- καλλαροί
- καλλαροί· βάρβαροι, Hsch. [full] καλλέας,A v. καλέας. [full] καλλείπω, [dialect] Ep. for καταλείπω. [full] κάλλειψιν· κατάλειψιν, Id. [full] κάλλης· καρπίμου, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.